- γύαια
- γύαια, τά, (A
γύης 11
) = πρυμνήσια, AP10.1 (Leon.), Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γύης 11
) = πρυμνήσια, AP10.1 (Leon.), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γύαια — neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)